Dictionary of Greek. 2013.
θιγήματα — θίγημα touch neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίγμα — θίγμα, τὸ (Α) [θιγγάνω] 1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα» … Dictionary of Greek